παραστείχω

παραστείχω
Α
1. περνώ κοντά, διαβαίνω πλησίον («δόμους παραστείχοντα», Αισχύλ.)
2. παραβαίνω («ἤν τι τούτων ὧν λέγω παραστείξης», Ηρώνδ.
3. εισέρχομαι («δόμους παραστείχοντες», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + στείχω «περπατώ, βαδίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παραστείχοντα — παραστείχω go past pres part act neut nom/voc/acc pl παραστείχω go past pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστείχοντι — παραστείχω go past pres part act masc/neut dat sg παραστείχω go past pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστείχοντας — παραστείχω go past pres part act masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστείχοντες — παραστείχω go past pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστείχων — παραστείχω go past pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστείχωσιν — παραστείχω go past pres subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραστείχῃσιν — παραστείχω go past pres subj act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέστιχε — παραστείχω go past aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέστιχεν — παραστείχω go past aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέστιχες — παραστείχω go past aor ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”