- παραστείχω
- Α1. περνώ κοντά, διαβαίνω πλησίον («δόμους παραστείχοντα», Αισχύλ.)2. παραβαίνω («ἤν τι τούτων ὧν λέγω παραστείξης», Ηρώνδ.3. εισέρχομαι («δόμους παραστείχοντες», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + στείχω «περπατώ, βαδίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.